Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΤΗ ΔΑΣΟΓΕΝΗ

2024-10-04

                        το τραγούδι του ΠΕΙΡΑΤΗ ΔΑΣΟΓΕΝΗ

Άφησα τη θάλασσα και ήρθα στο βουνό

την ηρεμία μου να βρω

Χοχοχο, χοχοχο, ηρεμία για να βρω

Μακριά από φουρτούνες και τα ψάρια στο νερό

έφυγα για να γλιτώσω και τον θησαυρό φυλάω

Χοχοχο, χοχοχο, και τον θησαυρό φυλάω

Και την τρομερή αλμύρα και τον ήλιο τον καυτό,

έχω μόνο να θυμίζει, η σημαία που κρατώ.

Χοχοχο, χοχοχο,η σημαία που κρατώ

Τα πουλάκια κελαηδούν τα ελάφια με κοιτούν

Μες στο δάσος τριγυρνώ, χρόνια τώρα ζω εδώ.

Χοχοχο, χοχοχο, χρόνια τώρα ζω εδώ.

Είμαι εγώ ο πειρατής ξακουστός σ όλη τη γη

Δασογένης ο κουτσός που στο δάσος τριγυρνώ

Χοχοχο, χοχοχο, που στο δάσος τριγυρνώ

Ο Δασογένης είναι αυτός παιδιά και δεν είναι το πνεύμα του, είναι αληθινός όσο και εγώ,

αλήθεια λέω, σας λέω

Καλά, θα σας εξηγήσω κι ας με λέτε ότι μιλώ πάρα πολύ .. είναι βλέπεις ανάγκη να σας πω λεπτομερώς πως φτάσαμε ως εδώ.

Ο Δασογένης γεννήθηκε όπως κάθε γνήσιος πειρατής πάνω στο πειρατικό πλοίο του παππού του στα χέρια του μπαμπά του, που ήταν καπετάνιος η μαμά του, η αρχιπειρατίνα του πλοίου. Στην βάφτισή του θα τον λέγαν «Διονύση» αλλά γεννήθηκε με γένια πυκνά, τόσο πυκνά που δεν φαινόταν τα μάτια του, έτσι τον είπαν Δασυγένη που έμοιαζε με το Διονύση. 

Από το πλοίο δεν έφυγε ποτέ, πήγε στα πειρατικά νήπια (στο αμπάρι), στο πειρατικό δημοτικό (στο κατάστρωμα) και στο αρχιπειρατικό γυμνάσιο και λύκειο(στην πρύμνη και στην πλώρη). Στη συνέχεια φυσικά ο μπαμπάς του τον έστειλε στο ανώτατο πειρατικό πανεπιστήμιο (στο κατάρτι). Όλη του τη ζωή δεν έφυγε από το πλοίο, όταν έβγαινε στη στεριά τον έπιανε ναυτία γιατί όλα ήταν σταθερά. Αν τον παρατηρήσετε θα δείτε ότι δεν μένει σταθερός ποτέ, κουνιέται ,προς πίσω χωρίς σταματημό, του 'χει μείνει απ' το πλοίο.

Πάνω στην πειρατική γαλέρα ήταν σκέτος σίφουνας όλο τον κόσμο γύρισε και αμέτρητα πλοία κατατρόπωσε, τις θάλασσες και τους Ωκεανούς τους είχε για παιχνιδάκι. Πάλεψε με καρχαρία, με γιγαντιαίο χταπόδι και με την μεγαλύτερη Όρκα των 7 θαλασσών. Μια φορά δεν θα το ξεχάσω ποτέ ανέβηκε πάνω σε ένα άγριο ηλεκτροφόρο σαλάχι και το δάμασε , ώστε το σαλάχι αυτό δεν έφυγε ποτέ δίπλα από το πλοίο.

Το πλοίο είπα και θυμήθηκα τη «Ροζέτα», το πειρατικό πλοίο του Δασυγένη. Το ναυπήγησε μόνος του όταν έγινε 21 ετών μετά από τη μάχη το σαλάχι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή στο Ελαφονήσι της Κρήτης στον Όρμο των Πειρατών της Μεσογείου, την πρώτη εμφάνιση της «Ροζέτας». Είχαν μαζευτεί όλοι οι αρχιπειρατές με τα πλοία τους να δούνε το μεγάλο γεγονός. Σαν βγήκε από την σπηλιά που την κατασκεύασαν και έπεσε ανάλαφρα στην γαλάζια θάλασσα δεν σηκώθηκε ούτε ένα τόσο δα κυματάκι. 

Ήταν από το ελαφρύτερο ξύλο μιας μαγεμένης τριανταφυλλιάς που έβγαινε μόνο στα παράλια της Αιγύπτου, και μπορεί να μην το πιστεύετε μα αλήθεια είχε τη μορφή τριαντάφυλλου-σαλαχιού πάνω στο νερό. Τρία κατάρτια ανέβαιναν ως τον ουρανό και τα πανιά φούσκωναν με το παραμικρό αεράκι, ήταν βλέπεις από μετάξι που πήρε από την Κίνα. Και είχε ένα χρώμα! τέτοιο χρώμα ποτέ δεν είχε άλλο πλοίο μέχρι σήμερα, ήταν κόκκινο, κατακόκκινο τριανταφυλλί, αυτό το βαθύ κόκκινο του αίματος! Τα ξύλα της τριανταφυλλιάς δάκρυζαν αίμα, όπως το χρώμα τους, καθώς κατασκευαζόταν το πλοίο ήταν ζωντανά και δεν άφησαν να τα πιάσει ανθρώπινο χέρι γιατί όπως θα ξέρετε τα τριαντάφυλλα έχουν αγκάθια και φανταστείτε αυτά ήταν μαγεμένα αγκάθια, που όποιον τρυπούσαν τον μεταμόρφωναν σε παπαγάλο. Από τότε πήραν όλοι οι πειρατές παπαγάλους. Τους έκανε δώρο ο Δασογένης. Γι' αυτό και οι παπαγάλοι γνωρίζουν τα πάντα για το πλοίο είναι οι καλύτεροι μάστορες πειρατές.

Δεν μπορείτε να φανταστείτε όμως πως κατάφερε να κατασκευάσει το πλοίο του ο Δασυγένης, πώς να τα καταφέρει όταν όλοι οι άντρες του μεταμορφώθηκαν σε παπαγάλους! Ο Δασυγένης απελπισμένος με την εξέλιξη φοβήθηκε ότι δεν θα καταφέρει να κατασκευάσει το πλοίο του και δεν θα ήταν άξιος να γίνει καπετάνιος αρχιπειρατής! 

Κλείστηκε μόνος του πλέον στην σπηλιά και έπινε όλη μέρα και όλη νύχτα «γρανίτα από μέδουσα» που σε έκανε να ξεχάσεις τον πόνο σου, αλλά γέμιζες σπυριά από πάνω ως κάτω. 

Και έτσι μέσα στα όνειρα και στη μέθη του «κοκτέιλ μέδουσας» κατακόκκινος από τα σπυριά έτοιμος να ακουμπήσει τα μαγεμένα τριαντάφυλλα και να μεταμορφωθεί σε παπαγάλο αρχιπειρατή, τότε έγινε θαύμα. Μέσα από τα δασιά μούσια του ξεπετάχτηκε το μικρό καβουράκι που είχε φωλιά εκεί από τότε που ο Δασυγένης πήγαινε στα νήπια κάτω στο αμπάρι, έτρεξε το καβουράκι πάνω στο χέρι του πήδηξε στο απλωμένο δάχτυλο που σχεδόν ακουμπούσε το αγκάθι της μαγεμένης τριανταφυλλιάς και τσακ, με την δαγκάνα του σπάζει το αγκάθι και απομακρύνει τα κλαδιά από τον Δασυγένη. Το καβουράκι δεν μεταμορφώθηκε σε παπαγάλο, ούτε έπαθε τίποτα από τα αγκάθια της μαγεμένης τριανταφυλλιάς, αυτή ήταν η λύση, αστράψαν τα μικρά πονηρά μάτια του Δασυγένη, είχε τη λύση μέσα στα μούσια του τόσο καιρό και δεν το ήξερε! Αμέσως μίλησε στην καβουρίστικη γλώσσα με το καβουράκι και σε ένα λεπτό μαζεύτηκαν χιλιάδες καβουράκια που με χάρη και καλή συνεργασία έφτιαχναν το πλοίο. Και δεν φοβόντουσαν καθόλου τα αγκάθια της μαγεμένης τριανταφυλλιάς γιατί όπως ξέρετε τα καβουράκια έχουν πολύ σκληρές δαγκάνες και στο σώμα τους κοκάλινες ασπίδες που δεν μπορούσε να τις διαπεράσουν τα μαγεμένα αγκάθια.

Ήταν αξέχαστη η μέρα που η Ροζέτα έπεφτε στην θάλασσα και κάτω είχε χιλιάδες καβουράκια να κυλούν μαζί της, ενώ πάνω στον ουρανό εκατοντάδες πολύχρωμοι παπαγάλοι πετούσαν μαζί.

Το μόνο που έλειπε από τον πειρατή Δασυγένη ήταν το πλήρωμα , οι ναύτες πειρατές τέλος πάντων! Έτσι δώριζε σε κάθε αρχιπειρατή ένα παπαγάλο και αυτός του δώριζε ένα ναύτη πειρατή. Αλήθεια σας λέω γιατί ήμουν κι εγώ εκεί και τα θυμάμαι όλα ξεκάθαρα. Μην ρωτάτε πως και τι όμως, γιατί ήδη ξέφυγα από το θέμα μου.

Πως βρεθήκαμε στο Δάσος !

Δεν θα ξεχάσω την πρώτη μέρα που το πόδι μας πάτησε στη στεριά στις αμμουδερές παραλίες του Ολύμπου. Ο Δασογέννης με το μπαούλο στο ένα χέρι και την πειρατική σημαία στο άλλο ανηφόρησε στο κρυφό μονοπάτι των πειρατών που οδηγούσε στις κρυψώνες του Ολύμπου. Τα χρόνια είχαν περάσει για καλά και φαινόταν στις ρυτίδες και στο σώμα του Δασυγένη. Το ξύλινο αριστερό του πόδι τον δυσκόλευε αρκετά στο περπάτημα στις πέτρες και τα χόρτα, και αυτό το πράσινο χρώμα του δάσους ήταν ξένο στα μάτια του του προκαλούσε σχεδόν αηδία!

Αλλά αυτή τη φορά είχε διπλό σκοπό σπουδαίο και μεγάλο γρήγορα γρήγορα να κρύψει τον Θησαυρό στη γνωστή σπηλιά και στη συνέχεια να ψάξει για την πηγή της νεότητας. Είχε βρει στο τελευταίο του ταξίδι στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου ένα χάρτη για την πηγή που ο ίδιος ο Δίας τον είχε δώσει στην αδελφή του τη γοργόνα.

Η πηγή της νεότητας , η πηγή του Ολύμπου, η πηγή των αθάνατων Θεών, η πηγή της ζωής, όνειρο στη φαντασία κάθε πειρατή.

Στη συνέχεια θα τη βρει αλλά θα έχει ένα τίμημα να την φυλάει για πάντα, οπότε θα μείνει στο δάσος και θα ταιριάζει το «Δασογένης».

Τότε θα πρέπει να μάθει να ζει στο δάσος, (σε αντιστοιχία με τα παιδιά που πρέπει να μάθουν για το δάσος)